επανακύπτω — ἐπανακύπτω (Α) [κύπτω] 1. έχω ή σχηματίζω κλίση προς τα πάνω, τείνω προς τα πάνω («ἤν γάρ... ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῆ», Ξεν.) 2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου 3. φρ. «ἀνέκυψε λόγος» προβλήθηκε νέο επιχείρημα (Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐπανακύπτει — ἐπανακύπτω have an upward slope pres ind mp 2nd sg ἐπανακύπτω have an upward slope pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανακύπτοντας — ἐπανακύπτω have an upward slope pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανακύπτουσαν — ἐπανακύπτω have an upward slope pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανακύψαντας — ἐπανακύπτω have an upward slope aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανέκυψεν — ἐπανακύπτω have an upward slope aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… … Dictionary of Greek